Αποτελεί τον 11ο συχνότερο καρκίνο παγκοσμίως και παρουσιάζεται συχνότερα στον ανδρικό πληθυσμό. Περίπου το 75% των ασθενών εμφανίζουν όγκο χαμηλού σταδίου που δε διηθεί το μυϊκό χιτώνα της κύστης (στάδιο CIS, Ta, Τ1). Το κάπνισμα είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας κινδύνου και ευθύνεται στο 50% των περιπτώσεων.
Το κύριο σύμπτωμα της νόσου είναι η μακροσκοπική αιματουρία (αίμα στα ούρα) η οποία είναι στις περισσότερες περιπτώσεις ανώδυνη. Πολλές φορές το αίμα ανιχνεύεται μόνο σε γενικές εξετάσεις των ούρων (μικροσκοπική αιματουρία). Σπανιότερα συμπτώματα που χαρακτηρίζουν πιο επιθετικούς και ευμεγέθεις όγκους είναι τα δυσουρικά ενοχλήματα και το κάτω κοιλιακό άλγος, ενώ πολλές φορές ο ασθενής δεν έχει κανένα απολύτως σύμπτωμα. Κύρια διαγνωστικά μέσα είναι η γενική και η κυτταρολογική εξέταση ούρων, το υπερηχογράφημα ουροδόχου κύστης, και η κυστεοσκόπηση.
Η πρώτη θεραπευτική προσέγγιση του καρκίνου της κύστεως είναι η διουρηθρική εκτομή του μορφώματος. Η επέμβαση αυτή προσφέρει την αρχική θεραπεία αλλά και την εκτίμηση του σταδίου (βαθμός διήθησης) και της επιθετικότητας (βαθμός διαφοροποίησης των κυττάρων) του όγκου. Τα χαρακτηριστικά αυτά θα κρίνουν και την περαιτέρω αντιμετώπιση. Ένας όγκος μπορεί να αφαιρεθεί τμηματικά ή ολόκληρος σε ένα κομμάτι (en-bloc resection).
Όταν ο όγκος δε διηθεί το μυϊκό χιτώνα και δεν είναι ιδιαίτερα επιθετικός, η περαιτέρω θεραπεία αποτελείται από τακτική παρακολούθηση του ασθενούς με κυστεοσκόπηση και κυτταρολογική εξέταση ούρων και εκ νέου διουρηθρική εκτομή σε περίπτωση υποτροπής. Σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να χορηγηθούν επικουρικές ενδοκυστικές εγχύσεις χημειοθεραπευτικών παραγόντων ή εξασθενημένου στελέχους του βακίλου της φυματίωσης (BCG). Οι εγχύσεις αυτές βοηθούν στην ελάττωση των πιθανοτήτων υποτροπής αλλά και εξέλιξης της νόσου σε πιο διηθητικό και δυνητικά μεταστατικό καρκίνο.
Όταν ένας όγκος διηθεί το μυϊκό χιτώνα της ουροδόχου κύστης, ή σε κάποιες περιπτώσεις λιγότερο διηθητικών αλλά επιθετικών όγκων, κρίνεται απαραίτητη η χειρουργική αφαίρεση της ολόκληρης της ουροδόχου κύστης, του προστάτη και των σπερματοδόχων κύστεων στους άνδρες, και της ουροδόχου κύστης, της μήτρας των ωοθηκών καθώς και τμήματος του κόλπου στις γυναίκες (ριζική κυστεκτομή). Στην περίπτωση αυτή πραγματοποιείται μια χειρουργική εκτροπή των ούρων στο δέρμα ή η δημιουργία μιας νέας ουροδόχου κύστης (νεοκύστης) με τη χρήση λεπτού εντέρου.
Σε μεταστατική νόσο η αφαίρεση της ουροδόχου κύστης είναι παρηγορητική σε περίπτωση έντονων συμπτωμάτων και με σκοπό της βελτίωσης της ποιότητας ζωής, ενώ η χημειοθεραπεία, ανοσοθεραπεία και ακτινοθεραπεία αποτελούν συμπληρωματικές μεθόδους αντιμετώπισης.