Ο καρκίνος του όρχεως αποτελεί το 1% των ανδρικών και το 5% των ουρολογικών καρκίνων. Η επίπτωση του παρουσιάζει αύξηση τις τελευταίες δεκαετίες, ειδικά στις ανεπτυγμένες χώρες. Το σεμίνωμα που παρουσιάζεται συνήθως στην τέταρτη δεκαετία, και οι μη σεμινωματώδεις όγκοι που παρουσιάζονται στην τρίτη δεκαετία, είναι οι κυριότερες ιστολογικές μορφές της νόσου.
Κύριοι παράγοντες κινδύνου είναι η κρυψορχία, η υποσπαδία, η υπογονιμότητα, το οικογενειακό ιστορικό και το ιστορικό εμφάνισης όγκου στον άλλο όρχι. Επίσης, γενετικοί παράγοντες φαίνεται να παίζουν κάποιο ρόλο στην εμφάνιση της νόσου.
Η υποψία ενός όγκου μπαίνει με την ψηλάφηση μιας, συνήθως ανώδυνης, σκληρής μάζας και στη συνέχεια με το υπερηχογράφημα των όρχεων. Η διάγνωση επιβεβαιώνεται με την ιστολογική εξέταση μετά την αφαίρεση του όγκου ή ολόκληρου του όρχεως (ριζική ορχεκτομή), ενώ η περαιτέρω σταδιοποίηση του όγκου πραγματοποιείται με τη βοήθεια ειδικών καρκινικών δεικτών (aFP, βHCG, LDH) και της αξονικής τομογραφίας άνω και κάτω κοιλίας και θώρακος.
Η θεραπεία είναι κυρίως χειρουργική και ανάλογα με το στάδιο και την ιστολογική μορφή της νόσου πραγματοποιούνται επίσης συμπληρωματικά ακτινοθεραπεία ή χημειοθεραπεία. Η χειρουργική αντιμετώπιση είναι επείγουσα αλλά η πρόγνωση ακόμα και των μεταστατικών όγκων είναι εξαιρετική στην πλειοψηφία των περιπτώσεων. Η μετέπειτα παρακολούθηση αποτελείται από την κλινική εξέταση, τους καρκινικούς δείκτες και την αξονική τομογραφία άνω και κάτω κοιλίας και θώρακος.
Αν η παρακολούθηση είναι στενή, ακόμα και σε περίπτωση υποτροπής, η πρόγνωση παραμένει εξαιρετική.