Ο καρκίνος του πέους, ειδικά στις ανεπτυγμένες χώρες, είναι ιδιαίτερα σπάνιος. Στη χώρα μας, αποτελεί μια εξαιρετικά σπάνια πάθηση με επίπτωση <0.5/100.000 κατοίκους. Ο κίνδυνος αυξάνει με την ηλικία, με τη μεγαλύτερη συχνότητα να παρουσιάζεται στην έκτη δεκαετία.
Είναι πιο συχνός σε περιοχές με αυξημένη παρουσία στελεχών του HPV, ο οποίος αποτελεί και κύριο παράγοντα κινδύνου. Η φίμωση, οι χρόνιες φλεγμονώδεις παθήσεις του πέους, διάφορα είδη φωτοθεραπείας για συγκεκριμένες παθήσεις όπως η ψωρίαση, το κάπνισμα, και οι πολλαπλοί σεξουαλικοί σύντροφοι, αποτελούν επιπλέον παράγοντες κινδύνου.
Η περιτομή σε παιδική ή νεαρά ηλικία φαίνεται να παίζει ρόλο στην προφύλαξη από τη νόσο. Ο καρκίνος του πέους είναι στη συντριπτική πλειοψηφία των ασθενών (>95%) ένα πλακώδες καρκίνωμα.
Ο όγκος συνήθως είναι μια εμφανής βλάβη του πέους, αλλά μπορεί και να υποκρύπτεται κάτω από μια φίμωση που εμποδίζει την αποκάλυψη της βαλάνου. Μπορεί επίσης να συνοδεύεται από ψηλαφητή μάζα στη βουβωνική χώρα, η οποία μπορεί να είναι αντιδραστική ή μεταστατική.
Ως εκ τούτου, η τοπική ψηλάφηση παίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στη διάγνωση. Απεικονιστικές εξετάσεις όπως το υπερηχογράφημα, η αξονική και η μαγνητική τομογραφία μπορούν να δώσουν επιπλέον πληροφορίες για την τοπική διήθηση και τις πιθανές μεταστάσεις του όγκου. Η διάγνωση μπορεί να επιβεβαιωθεί με τη λήψη βιοψίας από την πρωτοπαθή βλάβη.
Η θεραπεία είναι συνήθως χειρουργική. Σε περίπτωση τοπικά εντοπισμένης και χαμηλής κακοήθειας νόσου είναι εφικτή η διατήρηση του πέους. Η τοπική εκτομή του όγκου, η αντιμετώπιση του με τη χρήση laser και η τοπική εφαρμογή 5-φλουοροουρακίλης αποτελούν κάποιες από τις δοκιμασμένες μεθόδους. Σε πιο επιθετικούς ή τοπικά εκτεταμένους όγκους ενδείκνυται η μερική ή ολική πεεκτομή, ανάλογα με το μέγεθος της βλάβης.
Επιπλέον, συνήθως πραγματοποιείται και εκτομή των βουβωνικών λεμφαδένων, η οποία μπορεί να γίνει ανοικτά ή με τη χρήση της λαπαροσκοπικής και ρομποτικής χειρουργικής. Η μεταστατική νόσος παρουσιάζεται σε λιγότερες από το 10% των περιπτώσεων και έχει ιδιαίτερα δυσμενή πρόγνωση με τη χημειοθεραπεία και ακτινοθεραπεία να παίζουν παρηγορητικό ρόλο.