Ο καρκίνος του προστάτη αποτελεί τον δεύτερο σε συχνότητα καρκίνο στον άνδρα παγκοσμίως, με μέση ηλικία εμφάνισης τα 70 έτη. Παράγοντες κινδύνου αποτελούν το εθνικό/φυλετικό υπόβαθρο, το θετικό οικογενειακό ιστορικό και η γενετική προδιάθεση, η οποία συνδέεται με μεταλλάξεις γονιδίων (BRCA2, ATM, CHEK2, BRCA1, PALB2). Περίπου ο ένας στους δέκα ασθενείς έχει αμιγώς κληρονομική νόσο, κάτι που ορίζεται από τη διάγνωση σε μικρότερη ηλικία (<60 έτη) και/ή την παρουσία τριών τουλάχιστον συγγενών που έχουν νοσήσει.
Ειδικά η μετάλλαξη των γονιδίων BRCA2 και BRCA1 συνδέεται και με το σύνδρομο του κληρονομικού καρκίνου του μαστού και των ωοθηκών στις γυναίκες κάτι που θα πρέπει να διευκρινίζεται κατά τη λήψη του οικογενειακού ιστορικού. Επιπλέον, διάφοροι εξωγενείς / περιβαλλοντικοί παράγοντες όπως η παχυσαρκία, το μεταβολικό σύνδρομο, το κάπνισμα, τα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα, οι χρόνιες φλεγμονές, και η κατανάλωση κόκκινου κρέατος μπορούν να επηρεάσουν τη συχνότητα εμφάνισης και τον κίνδυνο εξέλιξης του καρκίνου του προστάτη.
Η διαγνωστική προσέγγιση περιλαμβάνει το ειδικό προστατικό αντιγόνο (PSA) στο αίμα, τη δακτυλική εξέταση του προστάτη και κατά περιπτώσεις το διορθικό υπερηχογράφημα και τη πολυπαραμετρική μαγνητική τομογραφία του προστάτη mpMRI. Το PSA είναι ένας καρκινικός δείκτης που δείχνει ότι υπάρχει κάποια παθολογία του προστάτη αλλά δε μπορεί να επιβεβαιώσει ή να αποκλείσει την ύπαρξη καρκίνου.
Μπορεί να αυξηθεί σε διάφορες καλοήθεις καταστάσεις όπως η υπερτροφία προστάτη ή η προστατίτιδα, αλλά η πιθανότητα ύπαρξης καρκίνου αυξάνει με την αύξηση των τιμών. Επιπλέον πληροφορίες για τη συνεκτίμηση των πιθανοτήτων ύπαρξης καρκίνου μπορεί να δώσουν στοιχεία όπως η πυκνότητα του PSA (PSA density), η ταχύτητα αύξησης (PSA velocity), ο χρόνος διπλασιασμού (PSA doubling time), και η αναλογία ελεύθερου προς ολικό PSA (free/total PSA). Η δακτυλική εξέταση μπορεί να ανιχνεύσει όγκους μεγέθους μεγαλύτερου των 0.2 κ.εκ., και μπορεί από μόνη της να ανιχνεύσει ένα καρκίνο, άσχετα από την τιμή του PSA, στο 18% των περιπτώσεων.
Αν και οι μεγάλοι όγκοι του προστάτη συχνά αναγνωρίζονται εύκολα, ο ουρολόγος δε μπορεί να βασιστεί στo συμβατικό υπερηχογράφημα ως διαγνωστικό μέσο. Επίσης, το υπερηχογράφημα δεν μπορεί να κάνει διάκριση μεταξύ των διαφορετικών τύπων καρκίνου, ακόμη και όταν ο όγκος είναι υπερηχογραφικά αναγνωρίσιμος.
Σε αντίθεση, η πολυπαραμετρική μαγνητική τομογραφία του προστάτη (mpMRI) είναι σήμερα η ενδεδειγμένη απεικονιστική μέθοδος, αφού δύναται να ανιχνεύσει καρκίνους που δεν είναι υπερηχογραφικά ορατοί αλλά και να «χαρτογραφεί» τον προστάτη, παρέχοντας όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για τον όγκο. Σε υποψία μεταστατικής νόσου, ενδεδειγμένες απεικονιστικές εξετάσεις είναι η αξονική τομογραφία με την ενδοφλέβια χρήση σκιαγραφικού, η μαγνητική τομογραφία, το σπινθηρογράφημα οστών και το PSMA PET/CT scan.
H τελική διάγνωση μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω ενός δείγματος ιστού (βιοψία προστάτη). Η βιοψία προστάτη είναι ο πιο σημαντικός και ασφαλέστερος τρόπος ανίχνευσης καρκίνου του προστάτη και σωστής εκτίμησης του βαθμού κακοήθειας αυτού. Επιβεβαιώνει τη διάγνωση, αλλά είναι και η βάση για τον περαιτέρω προγραμματισμό της θεραπείας.
Δεδομένου ότι ο καρκίνος εμφανίζεται συχνά σε διαφορετικά σημεία και με διαφορετική επιθετικότητα στον ίδιο προστάτη, δεν αρκεί η λήψη βιοψίας από ένα μόνο μέρος. Τα δείγματα ιστών πρέπει να καθορίζουν ακριβώς την εντόπιση, το φορτίο, και την επιθετικότητα ενός όγκου. Αυτό προϋποθέτει τον καθορισμό κριτηρίων υψηλής ποιότητας, τα οποία καθορίζονται από τον αριθμό των δειγμάτων που λαμβάνονται, τη θέση των σημείων δειγματοληψίας, και τη στοχευμένη βιοψία παθολογικών απεικονιστικών ευρημάτων.
Τα τελευταία χρόνια, μια αναγνωρισμένη μέθοδος βιοψίας προστάτη, βάσει κατευθυντήριων οδηγιών, είναι η βιοψία που πραγματοποιείται με την χρήση τεχνολογίας σύντηξης εικόνων MRI/υπερήχων (fusion biopsy).
Η θεραπεία μπορεί να αποτελείται από απλή παρακολούθηση (watchful waiting), ενεργή παρακολούθηση (active surveillance), εξωτερική ακτινοβολία, βραχυθεραπεία, εστιακή θεραπεία (focal therapy) ή χειρουργική επέμβαση (ριζική προστατεκτομή). Η τελευταία μπορεί να πραγματοποιηθεί με ανοιχτή τομή, λαπαροσκοπικά (λαπαροσκοπική ριζική προστατεκτομή), ή με τη χρήση του ρομποτικού συστήματος da Vinci (ρομποτικά υποβοηθούμενη ριζική προστατεκτομή). Η θεραπεία εξαρτάται τόσο από το ογκολογικό στάδιο, την επιθετικότητα του όγκου αλλά και τη γενική κατάσταση και το προσδόκιμο επιβίωσης του ασθενούς.
Όταν ένας ασθενής πάσχει από κλινικά εντοπισμένη νόσο, ο ουρολόγος οφείλει να τον ενημερώσει ότι καμία από τις παραπάνω μορφές χειρουργικής θεραπείας και ακτινοβολίας δεν υπερισχύει έναντι των άλλων όσον αφορά την ολική ή τη σχετιζόμενη με τον όγκο επιβίωση. Ο ουρολόγος οφείλει επίσης να ενημερώσει τους ασθενείς ότι όλες οι μορφές θεραπείας μπορεί να έχουν παρενέργειες/επιπλοκές, οι οποίες θα πρέπει να γίνονται γνωστές εκ των προτέρων.
Σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ουρολογικής Εταιρείας, οι διάφορες μορφές εστιασμένης θεραπείας (HIFU, κρυοθεραπεία) θα πρέπει να προσφέρονται μόνο στο πλαίσιο κλινικής έρευνας και όχι στην καθημερινή κλινική πράξη. Όταν ένας ασθενής πάσχει από τοπικά προχωρημένη ή επιθετική νόσο, ενδείκνυται η ριζική προστατεκτομή με εκτεταμένη λεμφαδενεκτομή, αλλά και η ακτινοθεραπεία, ενώ αντενδείκνυται η ενεργή παρακολούθηση και η εστιασμένη θεραπεία.
Στην περίπτωση αυτή ο ασθενής πιθανότατα θα χρειαστεί μια συμπληρωματική ορμονοθεραπεία (ορμονικός αποκλεισμός) σε κάποιο στάδιο της θεραπείας. Σε ασθενείς με μεταστατική νόσο ενδεδειγμένες μορφές θεραπείας είναι η ορμονοθεραπεία, η χημειοθεραπεία και η εξωτερική ακτινοβολία, ή ο συνδυασμός τους.